- ψίσεται
- ψίζομαιweepaor subj mp 3rd sg (epic)ψίζομαιweepfut ind mp 3rd sgψίζωfeed on papaor subj mid 3rd sg (epic)ψίζωfeed on papfut ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψίω — και ψίζω ΜΑ τρέφω, ταΐζω («ψίσαι ψωμίσαι», Φώτ.) αρχ. 1. μασώ («οὐ γὰρ τις αὐτῶν ψίσεται πύρνον γνάθῳ», Λυκόφρ.) 2. λεπτύνω 3. (κατά τον Ωρίωνα) «ψίω ποτίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για εκφραστικό τ., με φωνηεντισμό ῑ … Dictionary of Greek